- ψινάζει
- ψινάζει· ἀπορρεῖ τὰ ἀσθενῆ τοῦ καρποῦ, φυλλορρεῖ, Hsch. (ψεινάζει Id.). [full] ψίναθος· ἀγρία αἴξ, Id. [full] ψινάς,A = φθινάς, in pl. ψινάδες· αἱ ῥυάδες ἄμπελοι, Id.: cf. ψίνω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψινάζω — και ψεινάζω και ψηνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «ψινάζει ἀπορρεῑ τὰ ἀσθενῆ τοῡ καρποῡ, φυλλορροεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ψίνομαι «ρίχνω τα φύλλα μου» (βλ. λ. ψίνω)] … Dictionary of Greek